- ἐπι-γλίχομαι
ἐπι-γλίχομαι, noch dazu begehren, τινός, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-γλίχομαι, noch dazu begehren, τινός, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιγλιχομένους — ἐπί γλίχομαι cling to pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγλίχομαι — ἐπιγλίχομαι (Α) επιθυμώ ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλίχομαι «επιθυμώ σφοδρώς»] … Dictionary of Greek
προσγλίχομαι — Α 1. προσπαθώ να αποκτήσω κάτι επί πλέον 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι επί πλέον 3. ερευνώ με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γλίχομαι «ορέγομαι, επιθυμώ πολύ»] … Dictionary of Greek