ἐπι-κλάω

ἐπι-κλάω

ἐπι-κλάω (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δε-ξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασϑαι δὲ καὶ ἐπικλασϑῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασϑῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυςτυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀϑηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασϑεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσϑη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπανακλᾶσθαι — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf mp ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf mp ἐπί ἀνακλάζω cry aloud fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακλᾷν — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf act ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”