- ἐπι-κολπίδιος
ἐπι-κολπίδιος, = Folgdm, βρέφος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κολπίδιος, = Folgdm, βρέφος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικολπίδιος — ἐπικολπίδιος, ον (Μ) επικόλπιος, αυτός που βρίσκεται στον κόρφο («μήπως ἐπικολπίδιον τύχοι τις κρύπτών ξίφος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολπίδιος, υποκοριστικό τού κόλπος] … Dictionary of Greek