ἐπι-κομίζω

ἐπι-κομίζω

ἐπι-κομίζω, hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασϑαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπεκόμιζον — ἐπί κομίζω take care of imperf ind act 3rd pl ἐπί κομίζω take care of imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκομίζετο — ἐπί κομίζω take care of imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκομίζοντο — ἐπί κομίζω take care of imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκομίσατο — ἐπί κομίζω take care of aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκόμισεν — ἐπί κομίζω take care of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικομίζηται — σύν , ἐπί κομίζω take care of pres subj mp 3rd sg σύν ἐπικομίζω bring pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • προκομίζω — Α [κομίζω] 1. φέρνω μπροστά, προσάγω 2. παθ. προκομίζομαι α) φέρομαι, οδηγούμαι σε ένα μέρος και κυρίως σε ασφαλή τόπο β) φέρομαι επάνω στους ώμους («νεκρόν τι... παιδίον ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἐπὶ δελφῑνος... προκομισθήναι», Λουκ.). γ) φέρομαι σε πομπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”