ἐπι-κλεής

ἐπι-κλεής

ἐπι-κλεής, ές, berühmt, ἄστυ Ap. Rh. 4, 1472 u. a. Sp.; – nach Etwas benannt, oder durch Etwas bekannt, λάβρακα σφετέρῃσιν ἐπικλέα λαβροσύνῃσιν Opp. H. 2, 130. 1, 340.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] …   Dictionary of Greek

  • επικλεής — ἐπικλεής, ές (Α) 1. περίφημος, ένδοξος, ξακουστός («ἐπικλεὲς ἄστυ», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που πήρε το όνομά του από κάτι («λάβρακα σφετέρησιν ἐπικλέα λαβροσύνησιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλεής (< κλέος «δόξα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”