- ἐπι-κοιτάζομαι
ἐπι-κοιτάζομαι, = Folgdm, ἐν τόποις, Arist. H. A. 8, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κοιτάζομαι, = Folgdm, ἐν τόποις, Arist. H. A. 8, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικοιτάζομαι — ἐπικοιτάζομαι (Α) (αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek