- ἐπι-κομπάζω
ἐπι-κομπάζω, dabei prahlen, prahlend hinzusetzen, ὁ δ' ἠλάλαξε κἀπεκόμπασεν Eur. Herc. Fur. 981; λόγῳ, zu der Rede, Plut. Cam. 22; – damit prahlen, ὀλίγῳ μισϑῷ Callim. Dian. 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κομπάζω, dabei prahlen, prahlend hinzusetzen, ὁ δ' ἠλάλαξε κἀπεκόμπασεν Eur. Herc. Fur. 981; λόγῳ, zu der Rede, Plut. Cam. 22; – damit prahlen, ὀλίγῳ μισϑῷ Callim. Dian. 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek
επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… … Dictionary of Greek
επαυχώ — ἐπαυχῶ, έω (Α) 1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.) 2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑ ἐπεύχεται».… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek