ἐπι-κλύζω

ἐπι-κλύζω

ἐπι-κλύζω, überschwemmen, überströmen, Thuc. 3, 89; τινά, Luc. Tim. 18; γῆ πλημμυρίσιν ἐπικλυζομένη Arist. mund. 5; τινός, Ael. H. A. 6, 43. Uebertr., ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur. Troad. 1328; vgl. Theocr. 25, 201 Πισῆας ἐπικλύζων, ποταμὸς ὥς, λῖς ἄμοτον κεράϊζε, vernichtete; τὸ βασιλικὸν χρυσίον τὴν δαπάνην αὐτοῦ ἐπικέκλυκεν, das Geld überschwemmt den Aufwand, die Verschwendung kann den Schatz nicht erschöpfen, Aesch. 3, 173; vgl. D. Sic. 3, 47. 17, 4. – Intr., ἀϑρόαις ἐπικλύζει ταῖς παρισώσεσιν, er sprudelt von Vergleichen über, D. Hsl. de Isocr. 14; im Ueberfluß vorhanden sein, id. 6, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κατεπικλύζω — (Μ) κατακαλύπτω με υγρά, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κλύζω «πλημμυρώ»] …   Dictionary of Greek

  • επιδιακλύζω — ἐπιδιακλύζω (Α) ξεπλένω στη συνέχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια κλύζω «ξεπλένω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”