ἐπι-κουρικός

ἐπι-κουρικός

ἐπι-κουρικός, ή, όν, beistehend, helfend, bes. τὸ ἐπικουρικόν, Hülfs-, Söldnerheer, Thuc. 4, 52, vgl. 7, 48; Plat. Rep. IV, 434 c; D. Hal. 9, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”