- ἐπι-κορίζω
ἐπι-κορίζω, Arist. H. A. 9, 8, τῶν περδίκων οἱ τιϑασσοὶ τοὺς ἀγρίους ὀχεύουσι καὶ ἐπικορίζουσι, scheint = ὑποκορίζομαι zu nehmen, doch s. ἐπικοῤῥίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κορίζω, Arist. H. A. 9, 8, τῶν περδίκων οἱ τιϑασσοὶ τοὺς ἀγρίους ὀχεύουσι καὶ ἐπικορίζουσι, scheint = ὑποκορίζομαι zu nehmen, doch s. ἐπικοῤῥίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπικορίζεσθαι — ἐπί κορίζομαι fondle pres inf mp ἐπί κορίζω to be infested with bugs pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)