ἐπι-κηραίνω

ἐπι-κηραίνω

ἐπι-κηραίνω, feindselig gestimmt sein, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηραίνω — (I) κηραίνω (Α) [κήρ (I)] 1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.) 2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες. (II) κηραίνω (Α) [κηρ (II)] 1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικηραίνειν — ἐπί κηραίνω harm pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικηραίνω — ἐπικηραίνω (Α) έχω εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηραίνω (< Κήρ «θεά τού θανάτου») «βλάπτω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”