- ἐπι-καίνυμαι
ἐπι-καίνυμαι (s. καίνυμαι), sich auszeichnen vor, Ἑλένην κάλλεϊ Tzetz. A. H. 285, wo Iac. ἀπεκαίνυτο vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καίνυμαι (s. καίνυμαι), sich auszeichnen vor, Ἑλένην κάλλεϊ Tzetz. A. H. 285, wo Iac. ἀπεκαίνυτο vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek