- περονίς
περονίς, ἡ, = περόνη, Soph. Trach. 921, χρυσήλατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περονίς, ἡ, = περόνη, Soph. Trach. 921, χρυσήλατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περονίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περονίς — ίδος, ἡ, Α η μικρή πόρπη, η καρφίτσα τού γυναικείου ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περόνη + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
περονίδας — περονίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περονίσιν — περονίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)