- ἐπι-καθ-έζομαι
ἐπι-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich niedersetzen, ἐφ' οἷς ἂν ἐπικαϑέζηται Ar. Plut. 185; Sp., die auch den aor. pass. ἐπικαϑεσϑείς haben, Artemid. 2, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich niedersetzen, ἐφ' οἷς ἂν ἐπικαϑέζηται Ar. Plut. 185; Sp., die auch den aor. pass. ἐπικαϑεσϑείς haben, Artemid. 2, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαθέζομαι — ἐπικαθέζομαι (Α) 1. κάθομαι πάνω σε κάτι 2. στηρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ έζομαι «καθίζω»] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek