ἐπι-γαμία

ἐπι-γαμία

ἐπι-γαμία, , 1) die Nachheirath, zweite Heirath, Ath. XIII, 560 c. – 2) gewöhnl. der Vertrag zweier Staaten, der den beiderseitigen Bürgern aus dem andern eine Frau zu nehmen erlaubt, connubium, ἐπιγαμίαν ποιήσασϑαι Xen. Cyr. 1, 5, 3; neben ἐπεργασία 3, 2, 23; οἱ τῶν ἐπιγαμιῶν δεσμοί Plat. Polit. 310 b; τοῖς Εὐβοιεῦσι Lys. 34, 5; πρός τινα, LXX; ἐπιγαμίαι ἦσαν πρὸς ἀλλήλους Strab. V, 231.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θειογαμία — θειογαμία, ή (Α) ο γάμος με θεϊκό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. α γαμία, έπι γαμία] …   Dictionary of Greek

  • κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία …   Dictionary of Greek

  • λαθρογαμία — η (AM λαθρογαμία) κρυφός ή παράνομος γάμος νεοελλ. μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, θεο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • υπεργαμία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ὀψιγαμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. ἐπι γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θεογάμια — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογάμια, τά (Α) γιορτή στη Σικελία για τον γάμο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”