ἐπικανθίς

ἐπικανθίς

ἐπικανθίς, ίδος, ἡ, = ἐγκανϑίς, Poll. 2, 71 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπικανθίδες — ἐπικανθίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικανθίδα — η (AM έπικανθίς) 1. η εγκανθίς*, η ρίζα τού κανθού τού ματιού 2. δερματική πάθηση κατά την οποία το δέρμα στη βάση τής μύτης αναδιπλώνεται σε πτυχή ώστε τα μάτια να μοιάζουν με τών Μογγόλων, αλλιώς επίκανθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”