- ἐπι-καινίζω
ἐπι-καινίζω, erneuern, Maccab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καινίζω, erneuern, Maccab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επανακαινίζω — ἐπανακαινίζω και έπανακαινῶ, έω (Α) ανανεώνω, ανακαινίζω, αναζωογονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα καινίζω (< καινός «καινούργιος»)] … Dictionary of Greek