περητός, ion. statt περατός, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περητός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. περατός … Dictionary of Greek
περατός — και ιων. τ. περητός, ή, όν, Α [περώ] 1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός 2. ο περατικός 3. (για ποταμό) ο πλωτός … Dictionary of Greek