ἐπ-εκ-δρομή

ἐπ-εκ-δρομή

ἐπ-εκ-δρομή, , der Ausfall gegen Einen, Streifzug, Thuc. 4, 25, u. D. Cass.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομή — η (AM δρομή) τρέξιμο …   Dictionary of Greek

  • δρομαῖς — δρομή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομήν — δρομή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομῶν — δρομή fem gen pl δρομόω hasten pres part act masc voc sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres part act masc nom sg δρομόω hasten pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] …   Dictionary of Greek

  • πολυδρομή — ἡ, Α μεγάλη διαδρομή, πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, εκ δρομή] …   Dictionary of Greek

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

  • προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… …   Dictionary of Greek

  • παλινδρομή — η (ΑΜ παλινδρομή) παλινδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. επι δρομή] …   Dictionary of Greek

  • συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”