ἐπι-κείρω

ἐπι-κείρω

ἐπι-κείρω, ep. aor. ἐπέκερσα, scheeren, beschneiden, σῖτον, das Getreide anschröpfen, Theophr.; – πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας Il. 16, 394 erkl. die Alten διακόψαι, διαφϑεῖραι, niedermähen, niederstrecken; in tmesi, ἐπὶ μήδεα κείρειν, die Anschläge hintertreiben, vereiteln, 15, 467. 16, 120.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικείρω — ἐπικείρω (Α) 1. κόβω, αποκόπτω 2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.) 3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Эфеб — Т. н. «эфеб с Антикитеры» Эфеб (др. греч …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”