- ἐπειγομένως
ἐπειγομένως, eilig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπειγομένως, eilig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επειγομένως — ἐπειγομένως (Α) επίρρ. γρήγορα, βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επειγόμενος, μτχ. τού επείγομαι] … Dictionary of Greek
ἐπειγομένως — ἐπείγω press by weight pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)