ἐπι-κελεύω

ἐπι-κελεύω

ἐπι-κελεύω (s. κελεύω), (wiederholt) zurufen, antreiben, Eur. Bacch. 1088; τινί, El. 1224, wie Xen. Cyr. 3, 3, 41; πρὸς τοῖς ἄλλοις κελεύσμασι τόδε Cyn. 6, 20; absolut, Plat. Phaed. 60 c, wo es neben παρακελεύεσϑαι (was zu vgl.) steht u., wie aus dem folgden ὅπερ ἔπραττον τοῦτο ἐπεκέλευεν hervorgeht, ermuntern bei der schon angefangenen Arbeit bedeutet; Thuc. ἐπικ. τὸν μὴ διανοούμενον 3, 82. – Auch med., ἐπεκελεύοντο τῷ Νικίᾳ, c. int., Thuc. 4, 28, wie Plut. Anton. 77.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικελεύω — ἐπικελεύω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ. β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»] …   Dictionary of Greek

  • κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… …   Dictionary of Greek

  • θεοκέλευστος — θεοκέλευστος, ον (AM) αυτός που έχει οριστεί, που έχει διαταχθεί από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κέλευστος (< κελεύω), πρβλ. αν επι κέλευστος, αυτο κέλευστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”