- ἐπι-γεμίζω
ἐπι-γεμίζω, noch dazu füllen, B. A. 94, durch ἐπισάξαι erkl., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-γεμίζω, noch dazu füllen, B. A. 94, durch ἐπισάξαι erkl., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
παρεμπίπλημι — Α 1. γεμίζω κρυφά με κάτι («τὸ τεῑχος παρεμπλήσας ὅπλων», Πλούτ.) 2. παθ. παρεμπίπλαμαι υπερπληρούμαι, παραγεμίζω («ἐπὶ πλέον δὲ πληρώσεως παρεμπίπλανται βραχίονές τε καὶ κνῆμαι καὶ χεῑρες, ὥσπερ τοῑς ἀπὸ τῶν γυμνασίων εἰς διάτασιν ἐρχομένοις»,… … Dictionary of Greek
προσαναπίμπλημι — Α 1. γεμίζω κάτι επιπροσθέτως 2. μολύνω, κηλιδώνω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπίμπλημι «γεμίζω εντελώς, μολύνω»] … Dictionary of Greek
προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] … Dictionary of Greek
επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… … Dictionary of Greek
επιβρομώ — ἐπιβρομῶ, έω (Α) 1. (για θάλασσα) κάνω πάταγο, βουίζω 2. (για όπλα) αντηχώ 3. κάνω κάτι να αντηχήσει 4. (για θαλάσσια πουλιά) κραυγάζω από ψηλά 5. παθ. (για αφτιά) γεμίζω ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρομώ (παράλληλος τ. τού ρ. βρέμω «ηχώ»)] … Dictionary of Greek
επινάσσω — ἐπινάσσω (AM) γεμίζω, στοιβάζω ακόμη περισσότερο αρχ. παθ. ἐπινάσσομαι (για γάλα) πήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek