- ἐπι-κινδῡνώδης
ἐπι-κινδῡνώδης, ες, dasselbe, Schol. Soph. El. 222 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κινδῡνώδης, ες, dasselbe, Schol. Soph. El. 222 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek