- ἐπι-κεντρίζω
ἐπι-κεντρίζω, mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen, Philp. 50 (IX, 77). – Bei Geopon. pfropfen, = ἐγκεντρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κεντρίζω, mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen, Philp. 50 (IX, 77). – Bei Geopon. pfropfen, = ἐγκεντρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek