- ἐπειγωλή
ἐπειγωλή, ἡ, spätes Wort, nach E. M. = σπουδή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπειγωλή, ἡ, spätes Wort, nach E. M. = σπουδή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επειγωλή — ἐπειγωλή, η (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπειγωλὴ καὶ ἔπειξις ἡ σπουδή» … Dictionary of Greek
ἐπειγωλή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπειγωλῆς — ἐπειγωλή haste fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπειγωλήν — ἐπειγωλή haste fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)