- ἐπι-κερδής
ἐπι-κερδής, ές, Gewinn bringend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κερδής, ές, Gewinn bringend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εϋκερδής — ἐϋκερδής, ές (Α) (επικ. τ.) επικερδής, κερδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κερδης (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] … Dictionary of Greek
περικερδής — ές, Α αυτός που αποβλέπει συνεχώς στο κέρδος, ο φιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] … Dictionary of Greek
επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… … Dictionary of Greek