- ἐπι-κερδαίνω
ἐπι-κερδαίνω, dazu gewinnen, ἐνιαυτὸν ἐπικερδᾶναι τῇ ἀρχῇ Plut. Flamin. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κερδαίνω, dazu gewinnen, ἐνιαυτὸν ἐπικερδᾶναι τῇ ἀρχῇ Plut. Flamin. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
επικερδαίνω — ἐπικερδαίνω (Α) [κερδαίνω] κερδίζω επί πλέον, καρπώνομαι περισσότερο … Dictionary of Greek
προσκερδαίνω — Α [κερδαίνω] κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ. β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek