- ἐπι-κεραστικός
ἐπι-κεραστικός, ή, όν, beimischend, mildernd, temperirend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κεραστικός, ή, όν, beimischend, mildernd, temperirend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] … Dictionary of Greek