- ἐπ-εγερτικός
ἐπ-εγερτικός, ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εγερτικός, ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek
ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek