ἐπι-καχλάζω

ἐπι-καχλάζω

ἐπι-καχλάζω, anplätschern, anschlagen, κῦμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν Ap. Rh. 4, 944.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικαχλάζω — ἐπικαχλάζω (Α) 1. (για το κύμα) χτυπώ με θόρυβο πάνω σε κάτι («κῡμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. παθ. ἐπικαχλάζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικαχλάζεται διακινεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καχλάζω «κάνω θόρυβο, κοχλάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”