- ἐπι-κατ-ορύσσω
ἐπι-κατ-ορύσσω, noch dazu begraben, ἐπικατορυχϑήσομαι ἐπὶ τῇ ἐμαυτοῦ ἀπαιδίᾳ Antiph. III β 10, wo Reiske ἔτι κατορ. vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατ-ορύσσω, noch dazu begraben, ἐπικατορυχϑήσομαι ἐπὶ τῇ ἐμαυτοῦ ἀπαιδίᾳ Antiph. III β 10, wo Reiske ἔτι κατορ. vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικατορύσσω — ἐπικατορύσσω (AM) θάβω επί πλέον («ἵνα καὶ αὐτὸς ζῶν ἐπικατορυγῇ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ ορύσσω «σκάβω, θάβω»] … Dictionary of Greek