- ἐπι-κατα-δαρθάνω
ἐπι-κατα-δαρθάνω (s. δαρϑάνω), dabei, darüber einschlafen; int. praes., Plat. Rep. VII, 534 d; ἐπικαταδαρϑούσης Thuc. 4, 133; Sp., wie Plut. Symp. 6, 2, 1, ἐὰν ἐπικαταδάρϑωσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-δαρθάνω (s. δαρϑάνω), dabei, darüber einschlafen; int. praes., Plat. Rep. VII, 534 d; ἐπικαταδαρϑούσης Thuc. 4, 133; Sp., wie Plut. Symp. 6, 2, 1, ἐὰν ἐπικαταδάρϑωσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαταδαρθάνω — ἐπικαταδαρθάνω (Α) αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek