- ἐπι-κατα-κλάω
ἐπι-κατα-κλάω (s. κλάω), Erkl. von ἐπιγνάμπτω, Apoll. L. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-κλάω (s. κλάω), Erkl. von ἐπιγνάμπτω, Apoll. L. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek