- ἐπι-κατα-ξύω
ἐπι-κατα-ξύω, = καταξύω, Apoll. Lex. Hom. v. ἐπιγράβδην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-ξύω, = καταξύω, Apoll. Lex. Hom. v. ἐπιγράβδην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπικαταξύσαι — ἐπικαταξύ̱σαῑ , ἐπί , κατά ξύω scratch aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξυρόν — ξυρόν, τὸ (Α) 1. ξυράφι 2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο 3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ» 4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη τού ξυραφιού β)… … Dictionary of Greek