- ἐπι-κατα-ψεύδομαι
ἐπι-κατα-ψεύδομαι, noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-ψεύδομαι, noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α … Dictionary of Greek