- ἐπι-καρπίζομαι
ἐπι-καρπίζομαι, auszehren, aussaugen, γῆν, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καρπίζομαι, auszehren, aussaugen, γῆν, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… … Dictionary of Greek