- ἐπι-κόλλημα
ἐπι-κόλλημα, τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κόλλημα, τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικόλλημα — το (Α ἐπικόλλημα) νεοελλ. πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς αρχ. αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)] … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek