- ἐπι-κόλπιος
ἐπι-κόλπιος, in, auf dem Schooße; Ael. H. A. 2, 50; Nonn. D. 8, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κόλπιος, in, auf dem Schooße; Ael. H. A. 2, 50; Nonn. D. 8, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek