- ἐπι-κόρμιον
ἐπι-κόρμιον, τό, = ἐπικόπανον, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κόρμιον, τό, = ἐπικόπανον, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] … Dictionary of Greek