- ἐπι-κωλύω
ἐπι-κωλύω, verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνϑάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κωλύω, verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνϑάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek