ἐπι-κωμάζω

ἐπι-κωμάζω

ἐπι-κωμάζω, in feierlichem, fröhlichem Festzuge heranziehen, Pol. 26, 10, 5 u. a. Sp.; vgl. Ath. XIII, 603 f; mit Ungestüm ziehen, εἰς τὰς πόλεις Plat. Legg. XII, 950 a; ἐπὶ πάνϑ' ἀγάϑ' ἔχοντας ἐπικωμάσας Ar. Ach. 982, der schwärmend zu ihnen kommt; ἐπὶ τὴν οἰκίαν Plut. am. narr. 2; auch τινί, Alciphr. 1, 39, zu Einem; vom Unglück, hereinstürmen, Ἅιδης ἐπεκώμασεν Ant. Thall. (VII, 188). Das pass., εἰ φέρει πρᾴως ἐπικωμαζόμενος οὕτως ἀσελγῶς καὶ παροινούμενος, gehöhnt, Plut. Pyrrh. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …   Dictionary of Greek

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”