- ἐπι-κωκύω
ἐπι-κωκύω, dazu beklagen, τί, Soph. El. 275, τὸν υἱὸν ὀλωλότα 795.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κωκύω, dazu beklagen, τί, Soph. El. 275, τὸν υἱὸν ὀλωλότα 795.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικωκύω — ἐπικωκύω (Α) θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κωκύω «θρηνώ»] … Dictionary of Greek