ἐπι-κυλίω

ἐπι-κυλίω

ἐπι-κυλίω, = ἐπικυλινδέω, τὰς πέτρας τινί Pol. 3, 53, 4; τόκων τόκοις ἐπικυλισϑέντων, Zins auf Zins gehäuft, Plut. de vit. aer. al. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ἐπεκύλιον — ἐπεκύλῑον , ἐπί κυλίω roll imperf ind act 3rd pl ἐπεκύλῑον , ἐπί κυλίω roll imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιομένων — ἐπικυλῑομένων , ἐπί κυλίω roll pres part mp fem gen pl ἐπικυλῑομένων , ἐπί κυλίω roll pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιόμενον — ἐπικυλῑόμενον , ἐπί κυλίω roll pres part mp masc acc sg ἐπικυλῑόμενον , ἐπί κυλίω roll pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλίοντα — ἐπικυλί̱οντα , ἐπί κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπικυλί̱οντα , ἐπί κυλίω roll pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκυλίετο — ἐπεκυλί̱ετο , ἐπί κυλίω roll imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκυλίοντο — ἐπεκυλί̱οντο , ἐπί κυλίω roll imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιομένην — ἐπικυλῑομένην , ἐπί κυλίω roll pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιομένοις — ἐπικυλῑομένοις , ἐπί κυλίω roll pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιομένου — ἐπικυλῑομένου , ἐπί κυλίω roll pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλιόμενα — ἐπικυλῑόμενα , ἐπί κυλίω roll pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”