ἐπι-κυρέω

ἐπι-κυρέω

ἐπι-κυρέω (s. κυρέω), begegnen, zufällig auf Einen treffen; in tmesi, Hes. O. 753 ἱεροῖσιν ἐπ' αἰϑομένοισι κυρήσας, wie μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il. 3, 23; τινί, μὴ φϑονεραῖς ἐκ ϑεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν Pind. P. 10, 21, wie ἐπικύρσαις ἀφϑόνων ἀστῶν, ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς, sc. ὕμνῳ, Ol. 6, 7; theilhaftig werden. auch c. gen., βιοτᾶς Aesch. Pers. 839; vgl. Ap. Rh. 3, 342. Bei Her. 1, 35 v. l. für das simplex.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”