- ἐπ-εκ-τεταμένως
ἐπ-εκ-τεταμένως, angestrengt, sehr, Schol. Aesch. Pers. 1007.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εκ-τεταμένως, angestrengt, sehr, Schol. Aesch. Pers. 1007.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταμένως — τείνω stretch perf part mp masc acc pl (doric) τεταμένως energetically indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταμένως — Α επίρρ. βλ. τεταμένος … Dictionary of Greek
τεταμένος — η, ο / τεταμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τείνω. επίρρ... τεταμένως Α με εξαιρετική ένταση ή ενεργητικότητα … Dictionary of Greek