ἐπ-εις-έλευσις

ἐπ-εις-έλευσις

ἐπ-εις-έλευσις, , das Hineingehen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή …   Dictionary of Greek

  • Εγγονόπουλος, Νίκος — (Αθήνα 1910 – 1985). Ζωγράφος και ποιητής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και στη Γερμανία. Δίδαξε ιστορία της τέχνης στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”