- ἐπ-εις-οδιώδης
ἐπ-εις-οδιώδης, ες, episodisch, μῦϑος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπειςόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εις-οδιώδης, ες, episodisch, μῦϑος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπειςόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.