- ἐπ-εις-κρίνομαι
ἐπ-εις-κρίνομαι, sich absondern u. noch dazu hineingehen, Sezt. Emp. Pyrrh. 3, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εις-κρίνομαι, sich absondern u. noch dazu hineingehen, Sezt. Emp. Pyrrh. 3, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek