- ἐπι-κρήδιος
ἐπι-κρήδιος, ὁ, ein Tanz bei den Kretern, Ath. XIV, 629 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κρήδιος, ὁ, ein Tanz bei den Kretern, Ath. XIV, 629 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικρήδιος — ἐπικρήδιος, ὁ (Α) κρητικός χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κρήδιος, τού οποίου η ετυμολογία παρουσιάζει προβλήματα. Απαντά μόνον εν συνθέσει με την πρόθ. επί. Αν αναχθεί στη λ. Κρήτη δεν ερμηνεύεται η παρουσία τού δ αντί τού τ] … Dictionary of Greek